- σχοίνιος
- -ία, -ον, Α [σχοῑνος]1. αυτός που έχει έκταση ενός σχοίνου2. φρ. «σχοίνιον ῥῡμα» — απόσταση ενός σχοίνου πάπ..
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέντρανθος — (Centranthus). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βαλεριανιδών. Περιλαμβάνει περίπου 14 είδη, τα περισσότερα ζιζάνια και ορισμένα καλλωπιστικά. Το πιο συνηθισμένο στην ελληνική χλωρίδα είναι ο κ. ο ερυθρός, γνωστός και με … Dictionary of Greek